Μετα την επανασταση του κεφαλαιου
Σημειωσεις τησ Παρουσιασησ

από Jacques Wajnsztejn

Μεταφραστής: : Panagiotis Kokkinis

Όλες οι εκδόσεις αυτού του άρθρου [ελληνικά] [English] [français] [italiano] [svenska]

Το γιατι μιασ εκφρασησ

Πέρα από τον κάπως προκλητικό τίτλο, ο όρος αντανακλά την ιστορική στιγμή από την οποία εμείς οι ίδιοι τοποθετούμαστε. Είναι αυτή της ήττας της τελευταίας παγκόσμιας επαναστατικής θύελλας των χρόνων 60-70. Αυτή η επίθεση έδειξε το απώτατο όριο του ταξικού και προλεταριακού χαρακτήρα της, ιδιαίτερα μετά το παράδειγμα του «θερμού Ιταλικού φθινοπώρου» (1969) και ταυτόχρονα το γεγονός ότι περιελήφθη ήδη η απαίτηση της επανάστασης με τίτλο ανθρώπινο, η κριτική της εργασίας και το ξεπέρασμα των τάξεων (ορατό στη Γαλλία το Μάη του 68 και στο κίνημα στην Ιταλία το 1977 ).

Αλλά αυτή η ήττα δεν είχε ως αποτέλεσμα ένα πραγματικό αντεπαναστατικό φαινόμενο δεδομένου ότι δεν υπήρξε καμία πραγματική επανάσταση. Αυτό που ακολούθησε είναι μια διπλή διαδικασία αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων και «απελευθέρωσης» των κοινωνικών πρακτικών και των πρακτικών μεταξύ των ατόμων, ως εάν ξαφνικά να ήταν όλα εμπόδια στην ανάπτυξη της κοινωνίας του κεφαλαίου τα οποία σαρώθηκαν.

Αυτό που μερικοί στη συνέχεια παρουσίασαν ως «επανάληψη» του 68 ήταν στην πραγματικότητα ένα τελικό άλμα προς τα μπρος του κεφαλαίου μέσα από μια διαλεκτική της ταξικής πάλης που εξέφραζε ακόμα την λειτουργικότητα του νόμου της αξίας και την κεντρικότητα της εργασίας και των αγώνων γύρω από την εργασία ( βλ. Lip και κάποιοι άλλοι αγώνες γύρω από την αυτοδιαχείριση, η εξέγερση του OS, οι τελευταίες αντιστάσεις των χαλυβουργών και των ανθρακωρύχων).

Είναι αυτό που αλλάζει στα τέλη της δεκαετίας του 80, όπου η δυναμική του κεφαλαίου δεν βασίζεται πλέον πάνω σε αυτήν την διαλεκτική των ταξικών σχέσεων. Η αντίφαση των τάξεων έχει ενσωματωθεί χάνοντας τον ανταγωνιστικό της χαρακτήρα. Εάν εξακολουθούν να υπάρχουν τάξεις, υπάρχουν μόνο ως κοινωνιολογικές κατηγορίες ή ως κλάσματα, χωρίς καμία δυνατότητα ανασύνθεσης της τάξης (η αρχική υπόθεση της Ιταλικής εργατικής αυτονομίας ακυρώθηκε).

Η κρίση της δεκαετίας του ’70 θυμίζει σε όλους ότι η σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας βρίσκεται στο εσωτερικό μιας καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης που ορίζεται από την αμοιβαία εξάρτηση μεταξύ των δύο πόλων της κοινωνικής σχέσης, ανεξάρτητα από την συγκυριακή ισορροπία δυνάμεων. Η δυναμική του κεφαλαίου δεν γεννά πλέον, από εκείνα τα χρόνια, αυτή τη συγκρουσιακή ανταγωνιστικότητα, αλλά την δεσπόζουσα θέση τόσο της νεκρής εργασίας (ιδιαίτερα των μηχανημάτων) πάνω στην ζωντανή εργασία (την δύναμη της εργασίας) όσο και την ένταξη της τεχνο-επιστήμης στην παραγωγική διαδικασία. Ο παραγωγικός εργάτης τείνει να μην είναι πλέον ο παραγωγός της αξίας, αλλά μάλλον ένα εμπόδιο ή ένα όριο αυτής της διαδικασίας σε αυτό που ονομάζουμε «από-ουσιαστικοποίηση της δύναμης της εργασίας». Η αυξανόμενη ανασφάλεια του εργατικού δυναμικού δεν μπορεί πλέον να διαβαστεί ως μια αναδιάρθρωση του βιομηχανικού στρατού εργασίας της Μαρξιστικής θεωρίας , δηλαδή, ως ένα φαινόμενο καθαρής προλεταριοποίησης γιατί αυτή η δύναμη της εργασίας είναι δυνητικά «εκ του περισσού».

Είναι γι ’αυτό, που τουλάχιστον στις πλούσιες χώρες, η ιδέα ενός εγγυημένου εισοδήματος παίρνει τον δρόμο του, με αργούς ρυθμούς γιατί η ιδεολογία της εργασίας εξακολουθεί να υφίσταται όχι ως αξία, αλλά ως μια πειθαρχία. Με αυτή την αφετηρία, καθίσταται αδύνατη η διεκδίκηση οποιασδήποτε ταξικής ταυτότητας, που βασίστηκε στην ιδέα της ουσιαστικής συμμετοχής αυτής της τάξης στην μεταμόρφωση του κόσμου. Είναι κυριολεκτικά η κατάρρευση ενός ολόκληρου κόσμου και των αξιών του, αυτών της εργατικής κοινότητας. Αλλά αυτή η κατάρρευση επηρεάζει επίσης, αυτό που κάποιοι ονομάζουν «πραγματική οικονομία» προς όφελος όχι μιας «οικονομίας-καζίνο», αλλά μιας ολοκλήρωσης του κεφαλαίου, που επιτρέπει στις στρατηγικές δύναμης που το αποτελούν να κυκλοφορούν παντού τα κεφάλαια και ιδιαίτερα στις θέσεις των καλύτερων αποδόσεων. Εδώ βρίσκουμε τον Braudel, για τον οποίο ο καπιταλισμός δεν ήταν ένα σύστημα, αλλά μια διαδικασία ελέγχου της κυκλοφορίας και της χρονικότητας των χρημάτων.

Το κεφαλαιο ωθεί τα όρια του (το όριο είναι το ίδιο το κεφάλαιο)

Με:

- Η κοινωνικοποίηση της ιδιοκτησίας (οι μεγάλες μετοχικές επιχειρήσεις), της παραγωγής και της γνώσης (η σημασία που αποδίδεται στην «γενική νόηση» (General Intellect)).

- Η κοινωνικοποίηση των εισοδημάτων (ένα σημαντικό μέρος των έμμεσων εσόδων μπαίνει στο συνολικό εισόδημα των εργαζομένων) και των τιμών (όλο και περισσότερο τεχνητές ή χειριζόμενες).

Αυτά τα δύο πρώτα σημεία είναι το αποτέλεσμα μιας συνεχούς διαδικασίας που άρχισε με τον πέρασμα από την τυπική κυριαρχία στην πραγματική κυριαρχία του κεφαλαίου, έστω και αν αυτή η περιοδολόγηση δεν μας ικανοποιεί πλέον πλήρως.

- Η ενσωμάτωση της αντίφασης μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και της στενότητας των σχέσεων παραγωγής δεν οδήγησε σε «παρακμή» του καπιταλισμού από τον περιορισμό της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά αντίθετα σε μια φυγή προς τα εμπρός στην τεχνολογική καινοτομία. Το κεφάλαιο δεν φρενάρει τις παραγωγικές δυνάμεις σε αντίθεση με αυτό που πιστεύουν οι μαρξιστές θεωρητικοί της «παρακμής», αλλά τις εξυψώνει, όπως στο ξεκίνημά του, στο όνομα της προόδου που τώρα ονομάζεται «βιώσιμη ανάπτυξη"

- Η πλασματικοποίηση ακυρώνει τον παραδοσιακό διαχωρισμό μεταξύ των διαφόρων μορφών του (χρηματιστικό, εμπορικό, βιομηχανικό) και ακυρώνει επίσης την ιδέα ότι υπήρξε εξέλιξη σε αυτές τις μορφές προς μια τελική μορφή, την βιομηχανική μορφή που θα είναι τυπική του καπιταλισμού. και του κομμουνισμού ... Αυτή η ανάπτυξη του πλασματικού κεφαλαίου δεν είναι πλέον κάτι το κυκλικό όπως πίστευε ο Μαρξ στην εποχή του και ακόμη λιγότερο μια εκτροπή «ενάντια στη φύση» του κεφαλαίου όπως αναφέρουν σήμερα όλοι οι υποστηρικτές ενός ηθικισμού του καπιταλισμού που καταγγέλλουν φύρδην μίγδην, την οικονομία καζίνο, την χρηματιστική κερδοσκοπία, τις ορέξεις των αγορών. Έχει γίνει ένα δομικό συστατικό του κεφαλαίου σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί πορεία του προς την ολοκλήρωση. Μέσα στην αύξηση του πλασματικού κεφαλαίου, το συνολικό κεφάλαιο τείνει να αυτο-προϋποτίθεται έξω από μια αξιοποίηση από την εργασία. Τείνει επίσης να απαλλαγεί από την υπερβολική αύξηση του σταθερού κεφαλαίου (συσσώρευση), η οποία αποτελεί ένα στοιχείο απαξίωσης από την επιταχυνόμενη παλαίωση των μηχανημάτων και έναν παράγοντα που εμποδίζει την κίνηση της απαραίτητης ρευστότητας στην συνολική δυναμική του, που χαρακτηρίζεται σήμερα από στρατηγικές σύλληψης του πλούτου για την δύναμη, μέσω της κυκλοφορίας της αξίας.

- Μια νέα διάσταση της αξιοποίησης σε μια διαδικασία «παγκοσμιοποίησης» που πραγματοποιεί, εκτός από τη συγχώνευση όλων των λειτουργιών του χρήματος, μια δικτύωση του χώρου και μια εδαφικότητα σε τρία επίπεδα. Το Eπίπεδο Ι ή ανώτερο επίπεδο, στο βαθμό που ελέγχει και κατευθύνει το σύνολο. Περιλαμβάνει τα κυρίαρχα κράτη (όσα συμμετέχουν στις Μεγάλες συνόδους κορυφής) και κάποιες αναδυόμενες δυνάμεις όπως η Κίνα, οι κεντρικές τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, πολυεθνικές εταιρείες και ο ενημερωτικός τομέας με την ευρεία έννοια (της πληροφορικής, των επικοινωνιών, των μέσων ενημέρωσης, του πολιτισμού). Αυτό είναι το επίπεδο της δύναμης και της αξίας ως αναπαράσταση. Είναι επίσης ο τομέας της σύλληψης του πλούτου και της προσέλκυσης των χρηματιστικών ροών. Το κεφάλαιο κυριαρχεί στην αξία γεγονός που του επιτρέπει να αναπτύξει την πλασματικοποίηση και να αναπαραχθεί σε αυτή τη βάση. Η αναπαραγωγή μπορεί να ονομαστεί «περιορισμένη» στο βαθμό που, αν και τα άκρα παραμένουν δυναμικά συνδυάζονται με μια στατική άποψη των παγκόσμιων οικονομικών πόρων του κόσμου. Το Επίπεδο ΙΙ ή ενδιάμεσο είναι αυτό που κυριαρχεί ακόμα στην υλική παραγωγή και στη σχέση κεφάλαιο / εργασία αλλά με μια αυτονόμηση όλο και μεγαλύτερη της αξίας σε σύγκριση με αυτό που παραδοσιακά ονομάζεται παραγωγική εργασία που υποτίθεται ότι δημιουργεί την αξία. Αυτός ο τομέας εξακολουθεί βέβαια πάντα να παράγει πλούτο, αλλά και ένα εμπόδιο για την συνολική δυναμική όπως η γεωργία φαίνεται να ήταν κατά τη διάρκεια της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης. Είτε επειδή το πάγιο κεφάλαιο έχει καταστεί πολύ βαρύ φορτίο σε σχέση με τις ελπίδες του κέρδους και για την προσαρμογή στις διακυμάνσεις ποσοτικά και ποιοτικά της ζήτησης, είτε επειδή το πλήθος των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που τον συνθέτουν χάνουν τη δυναμική τους μειούμενες στο ρόλο του υπεργολάβου των γιγαντιαίων δικτύων, υφασμένων από τις πολυεθνικές εταιρείες των οποίων οι κύριοι στόχοι είναι αρκετά διαφορετικοί. Είναι, επίσης σ’ αυτόν τον τομέα που βαραίνουν οι διακυμάνσεις της απασχόλησης μέσα σε ένα ανταγωνισμό που γίνεται άγριος από την παγκοσμιοποίηση σίγουρα ​​αλλά και από ένα νέο τρόπο οργάνωσης που εξάγει όλο και περισσότερο τα προβλήματα από το κέντρο προς την περιφέρεια, σύμφωνα με την φιγούρα του ιστού της αράχνης. Η μητρική εταιρεία και ορισμένες θυγατρικές της που δραστηριοποιούνται στο επίπεδο Ι εξάγουν τα προβλήματά τους για να αναλάβουν το φορτίο οι επόμενοι κύκλοι του δικτύου που δραστηριοποιούνται το επίπεδο ΙΙ και στα άκρα, στο Επίπεδο 3 ΙΙΙ (παραοικονομία, μετεγκατάσταση εργοστασίων). Κάθε κύκλος έχει την τάση να δυσκολεύει τις συνθήκες στον επόμενο κύκλο ώστε να εξασφαλιστεί κάποιο περιθώριο ελιγμών στην προοπτική μελλοντικών καταστάσεων διαρκώς λιγότερο ευνοϊκών. Η σχέση μεταξύ των επιπέδων εμφανίζεται στην «χρηματιστική» κρίση, από την μία από τις τράπεζες του επιπέδου Ι που διασώθηκαν από τις κυρίαρχες δυνάμεις και, από την άλλη, στην ανεργία, η οποία επηρεάζει το επίπεδο II με τις νέες μετεγκαταστάσεις ή τα μόνιμα κλεισίματα. Το επίπεδο ΙΙΙ ή χαμηλότερο είναι αυτό των παραγωγών της περιφέρειας και των κυριαρχούμενων κρατών που υποβάλλονται στις παγκόσμιες τιμές για τις εξαγωγές τους. Είναι επίσης σε αυτό το επίπεδο που ξαναβρίσκουμε τις χώρες της προσόδου που αντλούν κέρδος από την εξάντληση των φυσικών πόρων. Αυτό το επίπεδο ΙΙΙ τροφοδοτεί τις δυνατότητες πλασματικοποίησης στο Επίπεδο Ι όχι μόνο διότι παράγει τον πλούτο του σε χαμηλές τιμές (κάτω από την αξία τους λένε οι μεταφυσικοί του μαρξισμού), αλλά και διότι τροφοδοτεί τη ροή κεφαλαίων στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η παλιά διάκριση μεταξύ «καλού» καπιταλιστικού κέρδους και «κακής» προ-καπιταλιστικής προσόδου δεν ισχύει πλέον γιατί οι παλιές μορφές προσόδου, όπως τα έσοδα από το πετρέλαιο είναι η πηγή, εδώ και πολύ καιρό, της μαζικής μεταφοράς κεφαλαίων, διακινούμενων σήμερα από μαφίες των διαφόρων Δημοκρατιών της πρώην ΕΣΣΔ. Θα συνυπάρχουν με τις νέες μορφές προσόδων οι οποίες τοποθετούνται πλήρως στο επίπεδο Ι και ιδίως στο πεδίο του «παγκόσμιου ολιγοπώλιου» που ελέγχει το γνωστικό κεφάλαιο και τις σημαντικές καινοτομίες.

Τα τελευταία τρία σημεία δεν είναι τόσο πολύ μια δεύτερη φάση ή η ολοκλήρωση της πραγματικής κυριαρχίας του κεφαλαίου όσο μια νέα φάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Οι αντιφάσεις δεν έχουν εξαφανιστεί, αλλά τίθενται στο επιπεδο τησ συνολικήσ αναπαραγωγήσ

Υπόθεση του Μαρξ ενός ξεπεράσματος του νόμου της αξίας στο «Απόσπασμα για τις μηχανές» με την ανάπτυξη της γενικής νόησης έχει πραγματοποιηθεί ... έξω από οποιαδήποτε προοπτική της χειραφέτησης των εργαζομένων. Είναι τελικά το σοσιαλιστικό πρόγραμμα της μετάβασης στον κομμουνισμό που έχει επιτευχθεί από το κεφάλαιο. Το κεφάλαιο κυριαρχεί την αξία που έχει γίνει παροδική, όταν είναι ακριβώς αυτό το κεφάλαιο που καθορίζει τι έχει αξία ή δεν έχει. Η Αξία γίνεται αναπαράσταση και δεν είναι πλέον μετρήσιμη από μια ουσία (μειούμενος χρόνος εργασίας ή μηχανές δυνητικά παρωχημένες) που απαξιώνεται συνεχώς, ενώ ακόμη ο πλούτος που παράγεται αυξάνεται. Αυτό αγγίζει ένα θεμελιώδες σημείο της πολιτικής οικονομίας καθώς και της κριτικής της που είναι η σύγχυση ανάμεσα στον πλούτο και την αξία. Με οποιαδήποτε λογική του νόμου της αξίας, η αξία θα πρέπει να μειώνεται με την αύξηση του πλούτου ... αλλά η «δημιουργία αξίας» σήμερα δείχνει ότι η αξία μπορεί να αυξηθεί χωρίς καμία αύξηση του πλούτου. Είναι σε αυτή τη βάση που παράγεται η κεφαλαιοποίηση της κοινωνίας που κάνει, δυνητικά, κάθε δραστηριότητα αντικείμενο της αξιοποίησης.

Προσοχή όμως, αυτές οι μεταβολές δεν είναι ερμηνεύσιμες από την άποψη των σχεδίων προσχεδιασμένων και οργανωμένων από μια πανίσχυρη τάξη των καπιταλιστών, ούτε από την άποψη της ασυνείδητης διαδικασίας χωρίς υποκείμενο ούτε αναστοχασμό, καθαρή εκδήλωση ενός κεφαλαίου που έγινε αυτόματο. Εάν υπάρχει μερικές φορές η αίσθηση ότι η κυριαρχία ασκείται μέσω διαδικασιών αντικειμενοποιημένων μη αναγνωρίσημων ως τέτοιων (αυτό είναι προφανές στην σχέση της εργασίας), οι διαδικασίες της κυριαρχίας συνεχίσουν να λαμβάνουν άμεσες μορφές, όπως φαίνεται στο επαναπροσδιορισμό του τι απομένει από το έθνος-κράτος, στις ρυθμιστικές λειτουργίες του. Είναι γι’ αυτό που δίνεται η εντύπωση σαν να σκληραίνει, ότι γίνεται ένα είδος Υπουργείου Εσωτερικών αρμόδιο να διαφυλέξει την ασφάλεια σε τέτοιο βαθμό που πολλοί έχουν ξεχάσει την αναδιάταξή του σε δίκτυο.

Η δυσκολία να φανεί καθαρά οφείλεται στο γεγονός ότι η «επανάσταση του κεφαλαίου» δίνει την ψευδαίσθηση ενός κεφαλαίου που χάνει το ενδιαφέρον του για την αναπαραγωγή του συνόλου, ότι φαίνεται να εστιάζει στους στόχους της διαχείρισης βραχυπρόθεσμα περισσότερο από μια στρατηγική αναπαραγωγής μακροπρόθεσμα. Η κεφαλαιοποιημένη κοινωνία δεν είναι ένα μεγάλο σχέδιο, δεν είναι «σύστημα».

Είναι γι’ αυτό που μιλάμε για μια μη-συστημική κυριαρχία και προτιμούμε να μιλάμε για κεφάλαιο και κεφαλαιοποιημένη κοινωνία παρά για καπιταλιστικό σύστημα.

Ο ρόλος του κράτους-δικτύου στην επανάσταση του κεφαλαίου είναι αυτός μιας υποδομής του κεφαλαίου και όχι πλέον ενός επικοδομήματος προς όφελος της άρχουσας τάξης. Το κράτος επομένως δεν μπορεί πλέον να είναι το κράτος της άρχουσας τάξης (ποτέ δεν υπήρξε άλλωστε ολοκληρωτικά). Συνθέτοντας και αναπαριστώντας την αμοιβαία εξάρτηση μεταξύ των δύο τάξεων της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης, πραγματοποίησε την πρόβλεψη του Μαρξ για τη μείωση της πολιτικής του κράτους και τη μετάβαση σε μια απλή «διαχείριση των πραγμάτων», αλλά έξω από κάθε χαρακτήρα χειραφέτησης. Σε αντίθεση με το έθνος-κράτος της απαρχής που λάμβανε πολιτικές αποφάσεις, το κράτος-δίκτυο εμπεριέχει τις επιπτώσεις την ανακοίνωση και τον αποτελεσματικό έλεγχο των κοινωνικών σχέσεων, διεισδύοντας στην λεπτομέρειά τους. Ενσωμάτωσε την παλιά κοινωνία των πολιτών και τείνει να διαλύσει τους παλιούς διαχωρισμούς μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Εξ ου και η εντύπωση του πληθωρισμού των κανόνων ελέγχου, ασφάλειας και διαχείρισης, ενώ οι μεγαλύτεροι θεσμοί που σχετίζονται με το μοντέλο του έθνους-κράτους απορροφούνται ή αυτονομούνται.

Οι αγώνες την εποχή του τέλους του ισχυρισμού της εργατικής ταυτότητας δεν περνούν πλέον από τις αξιώσεις σχετικά με το καθεστώς των εργαζομένων στο εργοστάσιο. Τίθενται στο επίπεδο της αναπαραγωγής του συνόλου της μισθωτής σχέσης. Αλλά παραδόξως, αυτό που εκφράζει τη γενική κρίση αυτής της μισθωτής σχέσης δεν επιτρέπει την μετωπική επίθεση του από τους εργαζόμενους. Έτσι, στους τελευταίους αγώνες, οι εργαζόμενοι, που χρησιμοποιούν όμως μερικές φορές βίαιες μορφές, δεν αμφισβητούν το σύστημα της μισθωτής εργασίας, αλλά θέλουν να μετατρέψουν τον αποκλεισμό τους από την παραγωγική διαδικασία. Στο μηδενισμό του κεφαλαίου, που απολύει όταν τα κέρδη αυξάνονται, οι εργαζόμενοι απαντούν, έως τώρα, στην καλύτερη περίπτωση, με την αντίσταση και ένα είδος δικαιώματος υπαναχώρησης. Η γκροτέσκο θέση των κυβερνώντων, που συνεχίζουν να παρατείνουν τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης, ενώ οι δυευθυντές των επιχειρήσεων συνεχίζουν να απολύουν εργαζομένους μεγαλύτερης ηλικίας! Η αντίφαση που αντιπροσωπεύει η από-ουσιαστικοποίηση της εργασίας σε μια κοινωνία που κυριαρχείται ακόμα από το κοινωνικό φαντασιακό της εργασίας, είναι απλώς άρνηση προκειμένου να μην αναγνωριστεί η κρίση της μισθωτής εργασίας. Τα πάντα στη συνέχεια αναβάλονται στο επίπεδο των κύριων ισορροπιών που πρέπει να αποκατασταθούν ή να διατήρηθούν (δημοσιονομική πειθαρχία, περιορισμός του χρέους, αναλογία εργαζομένων / ανέργων, κλπ..).

Μια ανθρωπολογική επανάσταση

Η επανάσταση του κεφαλαίου δεν είναι μόνο αναδιάρθρωση και παγκοσμιοποίηση στη σχέση με την «εξωτερική φύση» (αυτό που οι καλές ψυχές ονομάζουν οικονομία), είναι επίσης επανάσταση στην «εσωτερική φύση». Αυτή είναι η κεφαλαιοποιημένη κοινωνία. Τείνει να διαγράψει όλες τις ανθρωπολογικές φιγούρες που ήταν απαραίτητες στην πορεία προς την ωριμότητα του καπιταλισμού: ο επιχειρηματίας έτοιμος να αναλάβει το ρίσκο, ο υπάλληλος για μια οργάνωση ορθολογική και απρόσωπη, ο καλός εργάτης, η οικογένεια και το σταθερό ζευγάρι , η επαγγελματική εκπαίδευση, κλπ.. Όλα εξασθενίζουν μπροστά στη διαδικασία της εκτεχνίκευσης της ζωής (virtualization) που αποτελεί το εξάρτημα για την πλασματικοποίηση που έχουμε αναφέρει. Η κεφαλαιοποιημένη κοινωνία έχει ενσωματωθεί στο τεχνικό σύστημα όπως το κεφάλαιο ενσωματώθηκε στην τεχνο-επιστήμη, κάνοντας μάταιες όλες τις προσπάθειες επανοικειοποίησης πάνω σ’ αυτές τις βάσεις.

Η κεφαλαιοποιημένη κοινωνία, είναι η τάση του κεφαλαίου να γίνει ένα μέσο, ​​μια κουλτούρα, μια ειδική μορφή της κοινωνίας στην οποία δημιουργεί μια συμβίωση μεταξύ του κράτους σε μορφή δικτύου, των ευρύτερων δικτύων εξουσίας (μεγάλες επιχειρήσεις, τομείς πληροφοριών και επικοινωνίας, πολιτισμός) και των δικτύων της κοινωνικότητας. Η υποκειμενικότητα των ατόμων τείνει πλέον να καθορίζεται εσωτερικά. Οι ανάγκες είναι σήμερα προϊόντα, αυτό που ο νεαρός Μαρξ, στο απελευθερωτικό όραμά του, δεν μπορούσε να προβλέψει, με την ιδέα του των δυνητικά απεριόριστων αναγκών, έγινε η ιδεολογία της «καταναλωτικής κοινωνίας» σήμερα. Η κεφαλαιοποιημένη κοινωνία είναι αδύνατο να σκεφτεί τις ανάγκες της έξω από μια τεχνο-επιστημονική δραστηριότητα που φαίνεται να έχει στόχο την ταχεία αναπαραγωγή της. Σε αυτή τη βάση, προσπαθεί να λύσει τα προβλήματα που δημιουργεί, χωρίς όμως να αμφισβητεί το νόημα ή το σκοπό της ανάπτυξης της. Το νέο κοινωνικό φαντασιακό που αναδύεται από αυτό φαίνεται χωρίς ουσία, όταν χρησιμοποιεί μόνο μια συνολική κινητοποίηση των ανθρώπινων πόρων για σκοπούς όλο και πιο ασαφείς. Αυτό που εμφανίστηκε στο παρελθόν στους εργαζόμενους ως μια πειθαρχία στην εργασία και για την εργασία, όπως και μέσω της εκμετάλλευσης, φαίνεται όλο και περισσότερο σήμερα στα διάφορα στρώματα των εργαζομένων ως μια παρενόχληση στο χώρο εργασίας και μια απόλυτη κυριαρχία. Με τα λόγια του Β. Pasobrola, σήμερα είμαστε μάρτυρες μιας κατάρρευσης του φαντασιακού, που μεταμφιέζεται ανάλογα με την περίπτωση, σε κλιματική κρίση, χρηματιστική, ενεργειακή, οικολογική, κοινωνική. Αυτό ανοίγει το δρόμο για νέα κοινωνικά νοήματα και μια νέα συλλογική εμπειρία. Αλλά δεν υπάρχει καμία κοινωνία αναφοράς.. Είναι η τάση ατόμου / κοινότητας που πρέπει να επιλύσει την απορία μιας σύγκρουσης αιώνων μεταξύ ατόμου και κοινωνίας και το αδιέξοδο που αντιπροσωπεύει η αντίθεση μεταξύ από τη μία πλευρά μιας αφηρημένης καθολικότητας που συνδέεται με το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση και από την άλλη την τρέχουσα ανάπτυξη των ιδιαιτεροτήτων και του πολιτιστικού σχετικισμού που παρουσιάζονται ως καθολικές σταθερές.

Στην ίδια ενότητα