Μερικές παρατηρήσεις σχετικά με το σχέδιο συζήτησης γύρω από το ζήτημα ενός κόσμου χωρίς χρήματα

από Jacques Wajnsztejn

Μεταφραστής: : Panagiotis Kokkinis

Όλες οι εκδόσεις αυτού του άρθρου [ελληνικά] [français]

Αυτό το θέμα έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο πολλών κειμένων και συζητήσεων στις αρχές της δεκαετίας του 1970 με επικεφαλείς ομάδες-περιοδικά όπως τα (Quatre millions de jeunes travailleurs) Τέσσερα εκατομμύρια νέοι εργαζόμενοι και το Κοινωνικός πόλεμος για να αναφέρουμε μερικά. Χωρίς να σχολιάσω άμεσα τις ιδέες που εκφράστηκαν εκείνη την εποχή μπορούμε ωστόσο να σημειώσουμε ότι το πλαίσιο μιας προχωρημένης εξέγερσης ενάντια στην γενική τάξη των πραγμάτων, πολύ περισσότερο στο διεθνές επίπεδο στο οποίο βρίσκεται πλέον, επιτρέπουν τουλάχιστον να μην θέσω μια αφαίρεση καθώς θα μπορούσε να εμφανιστεί όπως εκείνης της εποχής με την ιδεολογική κριτική της «καταναλωτικής κοινωνίας» που συνάντησε μια ορισμένη ανταπόκριση σε ευρεία στρώματα του πληθυσμού και ιδιαίτερα μεταξύ των νέων.

Πρέπει να αναγνωριστεί ότι η κριτική αυτή ήταν συχνά περιορισμένη από τον ταξικό θεωρητικό της ορίζοντα, που οδήγησε στη σύλληψη του ζητήματος εντός του επαναστατικού «προλεταριακού προγράμματος», για παράδειγμα, με την εκταφή παλιών συμβουλιακών κειμένων σχετικά με τις εντολές εργασίας ή την κριτική του προγράμματος Γκότα του Μαρξ ή με την προσπάθεια να σωθεί η αξία χρήσης εις βάρος της ανταλλακτικής αξίας, αιτίας όλων των κακών, μια προοπτική που εξακολουθεί να βρίσκεται σε ελευθεριακά κείμενα ενάντια στο χρήμα όπου ο όρος χρησιμότητα φαίνεται να εξυπηρετεί ως μαγική συνταγή για την παραγωγή και τη διανομή του πλούτου («τα πάντα είναι δικά μας, τίποτα δεν είναι δικό τους») ως μαγική φόρμουλα για την ανταλλαγή. Εκτός αυτού, οι πιο ακραίοι σε ό, τι έχει απομείνει από την Κομμουνιστική Αριστερά συχνά εμμένουν στην ιδέα ενός κομμουνισμού που πραγματοποιεί την κατάργηση του εμπορίου και των ανταλλαγών υπονοώντας περισσότερο ή λιγότερο ότι κάθε ανταλλαγή είναι εμπορευματική, γεγονός που είναι ένα φιλελεύθερο πιστεύω και αυτή τη φορά δείχνει την απόλυτη άγνοια των πρώτων μορφών ανταλλαγών.

Εν συντομία ο προβληματισμός εξακολουθεί να επικεντρώνεται στο τι θα μπορούσε να συμβεί σε μια περίοδο μετάβασης στον κομμουνισμό, στον «κατώτερο σοσιαλισμό», όπως τον λένε οι ορθόδοξοι μαρξιστές. Κάποιοι λιγότερο ορθόδοξοι ή λιγότερο εργατιστές σε κάθε περίπτωση, το συνδυάζουν με μια αναφορά που επισημαίνει τον «πρωτόγονο κομμουνισμό» που ασκείται στις πρώτες μορφές κοινωνίας («πρωτόγονες κοινωνίες»). Είναι σε κάποιο βαθμό η εσχατολογία που τους αξίζει, λόγω της αγάπης που αισθάνονται οι εθνολόγοι και οι ανθρωπολόγοι μας για το αντικείμενο των σπουδών τους (δείτε les gentils Arapesh της Margaret Mead), Οι αναφορές αυτές ήταν σε κάθε περίπτωση πιο ευχάριστες από εκείνες που υπερασπίστηκαν διάφορες κατηγορίες σταλινικών για την σοσιαλιστική πατρίδα ή την κόκκινη ανατολή και επέτρεψαν να διατηρηθεί μια ουτοπική προοπτική για την οποία ο πραγματικός σοσιαλισμός ήταν μια θολή φιγούρα στο φόντο. Αλλά αυτή η αναφορά στον «πρωτόγονο κομμουνισμό» ήταν ένα αισιόδοξο πολιτικό ξόρκι σε ένα πλαίσιο όπου όλα φαίνονταν να μπορούν να αλλάξουν χωρίς να μπορεί ή να πρέπει να απαλλαγούμε από «το πρόγραμμα», και επέτρεψε επίσης να δωθεί μια μικρή ηδονιστική νότα στο ζήτημα η οποία ήταν σε αντίθεση με τα μαοϊκά τετριμμένα συνθήματα όπως «η επανάσταση δεν γίνεται με εορταστικό φόρεμα» ή άλλες μεταφορές του ίδιου τόνου. Αλλά σύντομα ακτιβιστές ερευνητές όπως ο Clastres έδειξαν ότι ακόμη και «κοινωνίες ενάντια στο κράτος» μπορούσαν να είναι άγριες και να μην έχουν τίποτα εξισωτικό ή κομμουνιστικό, ενώ άλλοι (Mauss) κατήγγειλαν το μύθο του αντιπραγματισμού που κατασκευάστηκε από τους οικονομολόγους και σχετικοποιεί τις πρακτικές του δώρου μετατρέποντάς τες σε αντι-καπιταλιστική ιδεολογία πριν επινοηθεί ο όρος.

Η σημερινή επιστροφή αυτού του παλιού αντίφωνου σχετικά με τις πρωτόγονες κοινωνίες είναι επίσης αξιοσημείωτη και τίθεται εντός της ίδιας απουσίας αναφορών οι οποίες να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την τρέχουσα πορεία των πραγμάτων, η οποία υπάρχει πάνω από σαράντα χρόνια. Όμως σ’ ένα άλλο πλαίσιο, που είναι αυτό της ήττας μας και μιας μεγάλης απαισιοδοξίας σε σχέση με τις δυνατότητές μας να δράσουμε στην τρέχουσα πορεία. Το ενδιαφέρον για τις πρωτόγονες κοινωνίες λειτουργεί τότε στην ριζοσπαστική Αριστερά και μεταξύ των ελευθεριακών ως ένα παρελθόν-μέλλον χωρίς παρόν. Εν τω μεταξύ, το να τίθεται σήμερα, το ζήτημα της δυνατότητας ενός κόσμου χωρίς χρήματα μου φαίνεται ταυτόχρονα παρωχημένο και ένας εντελώς αφηρημένος τρόπος για την αντιμετώπιση των ζητημάτων της αξίας, της τιμής, του δωρεάν … και του ζητήματος του νομίσματος το οποίο πρέπει κατά την άποψή μου, να διακριθεί από εκείνο των χρημάτων σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά μια διάκριση που δεν μπορεί να φωτιστεί και στη συνέχεια να τεθεί σε εφαρμογή παρά μόνο ως μέρος μιας τεράστιας νομισματικής κρίσης (όχι χρηματιστικής), από την οποία είμαστε ακόμη μακριά καθώς η θέση του δολαρίου είναι ισχυρή σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Εν τω μεταξύ, αυτή σκιάζεται από το γεγονός ότι το νόμισμα δεν εμφανίζεται πλέον άμεσα σε χρηματική μορφή, αλλά κυρίως ως μέσο κοινωνικής επικοινωνίας (το νόμισμα είναι μια γλώσσα λέει ο Aglietta). Μια κυκλοφορία πληροφοριών που υποτίθεται ότι εξασφαλίζουν την μετάβαση από το παρόν στο μέλλον.

Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι συμπτωματικό αυτής της νομισματικής σταθεροποίησης, όταν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα αν και αντιστάθηκαν πολύ στο σχέδιο της νέας ελληνικής κυβέρνησης, απέτρεψαν την κατάρρευση ενός κοινού διεθνούς νομίσματος, ενώ η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα έκανε την δραχμή να χάσει γρήγορα κάθε αξία, γεγονός που θα έθετε το πρόβλημα μιας Ελλάδας, χωρίς χρήματα, αλλά απομονωμένης και χωρίς κομμουνιστική προοπτική (η σύγχρονη Ελλάδα δεν είναι η Καταλονία ή η Ανδαλουσία του χθες, δεν είναι πλέον "ο κόσμος"). Το αποτέλεσμα δεν είναι το ίδιο. Στην πρώτη περίπτωση, η οποία συνέβη προς το παρόν, η διατήρηση του ευρώ και, επομένως, του νομίσματος-χρήματος οδήγησε σε απότομη αύξηση των τιμών, αλλά όχι στην αποβολή της εκτός παιχνιδιού. Στη δεύτερη περίπτωση, η οποία δεν είναι αδιανόητη μελλοντικά, η κατάρρευση της χρηματικής αξίας του νομίσματος αναγκαστικά θα οδηγήσει στην αμφισβήτησή του, μερική ή ολοκληρωτική.

Είναι a contrario αυτή η απουσία παράγοντα σταθεροποίησης που επέτρεψε την ανάπτυξη στην Αργεντινή στις αρχές της δεκαετίας του 1980, των «κλαμπ αντιπραγματισμού». Τα "Monnaies fondantes (υποτιμούμενα νομίσματα)" και τα τοπικά νομίσματα είναι της ίδιας τάξης. Είναι της τάξης της άμεσης αναπαραγωγής των κοινωνικών παραδοσιακών εμπορευματικών σχέσεων που δεν αναπαράγονται πλέον για οποιοδήποτε συγκεκριμένο λόγο. Έτσι, η ανάπτυξη των ΤΜΑ (τοπικών μέσων ανταλλαγής) δείχνει ότι η παγκόσμια διαδικασία αξιοποίησης τείνει όλο και περισσότερο να κάνει δευτερεύουσας σημασίας τη διαδικασία της ζωντανής εργασίας (αποουσιαστικοποίηση του εργατικού δυναμικού), η υλοποίησή της σε νομισματική μορφή δεν διαποτίζει πλέον επαρκώς την κοινωνική σχέση στο σύνολό της. Η αφερέγγυα ζήτηση (μια εικονική κατηγορία της πολιτικής οικονομίας στην οποία η πίστωση και η καταναλωτική κοινωνία έχουν δώσει υπόσταση) εφευρίσκει νέες διαμεσολαβήσεις και εργαλεία ανταλλαγής.

Σε γενικές γραμμές, με την «επανάσταση του κεφαλαίου» έχουμε πράγματι ένα είδος υλοποίησης του «κατώτερου σοσιαλισμού», όχι με την κατάργηση των χρημάτων για να επιτευχθεί το «Από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του », αλλά με την γενίκευσή του και τον ευτελισμό του σε μορφές όλο και πιο αφηρημένες: αποϋλοποίηση των χρημάτων που ανοίγει το δρόμο για τη μαζική κατανάλωση και η μαζική συγκάλυψη της αξίας της τιμής, πίστωση σε όλη την ζωή (και όχι «πίστωση έως το θάνατο"!), η οποία επιτρέπει να αναπαραχθεί το σύνολο, ολοκληρωμένο κοινωνικό εισόδημα, όπως υποδηλώνει το όνομά του, κ.λπ.

Είμαστε μακριά από το φετιχισμό του χρήματος, όταν εμφανίζεται η κατανάλωση σαν καλάθι διαθέσιμων προϊόντων που ρέουν σχεδόν αυτόματα, αν και άνισα, αλλά σε μια ελάχιστη βάση διαρκώς υψηλότερη. Τελικά, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο φετιχισμός δεν επανεμφανίζεται παρά στην έλλειψη εκείνων που ωθούνται στο περιθώριο από τον οδοστρωτήρα της οικονομικής αναδιάρθρωσης, την κρίση της εργασίας, τις νέες κοινωνικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν από τη διάλυση του μοντέλου της οικογένειας και νέα μέτρα παρέμβασης του κράτους που αντικαθιστούν την ασφάλεια με την βοήθεια.

J.Wajnsztejn

Στην ίδια ενότητα